Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τασάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τασάκι το [tasáki] Ο44α : μικρό άβαθο δοχείο, συνήθ. από γυαλί, για να ρίχνουν οι καπνιστές τη στάχτη των τσιγάρων και τα αποτσίγαρα· (πρβ. σταχτοδοχείο).

[τάσ(ι) -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες