Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταριχεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταριχεύω [tarixévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. εμποδίζω ή επιβραδύνω τη σήψη ενός πτώματος με διάφορες χημικές ουσίες· (πρβ. βαλσαμώνω): Ο νεκρός ταριχεύτηκε για να μεταφερθεί στην πατρίδα του. Στο ανθρωπολογικό μουσείο υπάρχουν ταριχευμένα σώματα ανθρώπων και ζώων. 2. (παρωχ.) για κρέας ή ψάρι που το αλατίζουν και το ξεραίνουν στον αέρα· παστώ νω.

[λόγ. < αρχ. ταριχεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go