Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταραξίας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταραξίας ο [taraksías] Ο3 : αυτός που δημιουργεί φασαρίες· ταραχοποιός: Nεαροί ταραξίες δημιούργησαν επεισόδια στο γήπεδο. Ο Γιάννης είναι ο ~ της τάξης του, ο πιο άτακτος.

[λόγ. < ελνστ. ταραξίας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go