Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρακούνημα το [tarakúnima] Ο49 : η ενέργεια του ταρακουνώ. 1. δυνατό κούνημα: Ο σεισμός μάς έδωσε ένα γερό ~. 2. (μτφ.) κλονισμός ή συγκλονισμός: Aυτά τα γεγονότα ήταν ένα ~ για πολλούς από μας.
[ταρακουνη- (ταρακουνώ) -μα]



