Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταράκουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταράκουλο το [tarákulo] Ο41 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) ταραχή, κλονισμός: M΄ αυτά που άκουσε, έπαθε ένα ~.

[ίσως ταρακουν(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.) με τροπή [n > l] (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες