Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπώνω [tapóno] -ομαι Ρ1 : α. βουλώνω, κλείνω με τάπα: Tάπωσε το σταμνί με το κουκουνάρι. β. (αθλ., προφ.) κόβω6.

[τάπ(α) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go