Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταπιόκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπιόκα η [tapxóka] Ο25 : είδος αμύλου που το χρησιμοποιούν στη μαγειρική, συνήθ. για να δένουν τις σούπες.

[ιταλ. tapioca < ισπαν. tapioca (από γλ. Ινδιάνων της Νότιας Aμερικής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες