Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταπισερί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπισερί η [tapiserí] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνικό υφαντό, με μεγάλες συνήθ. διαστάσεις, που το κρεμούν στον τοίχο.

[λόγ. < γαλλ. tapisserie (δες στο ταπετσάρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες