Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταπεινόφρων -ων -ον [tapinófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που δεν υπερεκτιμά τον εαυτό του, που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις αδυναμίες του παρά στις δυνατότητές του: Ποτέ δεν επιδιώκει την προσωπική του προβολή· είναι πολύ ~. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. ταπεινόφρων]



