Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταπί
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπί [tapí] (άκλ.) (ως επίρρ.) : (οικ.) χωρίς λεφτά. ΦΡ μένω / είμαι ~, μένω άφραγκος, απένταρος. ~ και ψύχραιμος, άφραγκος, απένταρος. || για χαρτοπαίγνιο: Ποντάρω πέντε χιλιάδες, και ~, ποντάρω τα τελευταία μου χρήματα.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. tapis! `τα ρέστα μου!΄ (αρχική σημ.: `πράσι νη τσόχα που σκεπάζει το τραπέζι του παιχνιδιού΄, δες στο τάπητας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάπια η [tápxa] & ντάπια η [dápxa] Ο25 : (παρωχ.) προμαχώνας: Οι τάπιες του κάστρου.

[τουρκ. tabya με αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-t > tind > tin-d] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπιόκα η [tapxóka] Ο25 : είδος αμύλου που το χρησιμοποιούν στη μαγειρική, συνήθ. για να δένουν τις σούπες.

[ιταλ. tapioca < ισπαν. tapioca (από γλ. Ινδιάνων της Νότιας Aμερικής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπισερί η [tapiserí] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνικό υφαντό, με μεγάλες συνήθ. διαστάσεις, που το κρεμούν στον τοίχο.

[λόγ. < γαλλ. tapisserie (δες στο ταπετσάρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες