Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταξινόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταξινόμος ο [taksinómos] Ο18 θηλ. ταξινόμος [taksinómos] Ο35 : υπάλλη λος σε ταχυδρομείο ή σε αρχείο που είναι υπεύθυνος για την ταξινόμηση.

[λόγ. τάξι(ς) + -νόμος κατά τη σημ. του ταξινομώ· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go