Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξιδευτής ο [taksiδeftís] Ο7 θηλ. ταξιδεύτρα [taksiδéftra] Ο25α : (λαϊκότρ., λογοτ.) αυτός που ταξιδεύει. || (μτφ., ως επίθ.): Tαξιδεύτρα ψυχή.
[ταξιδευ- (ταξιδεύω) -τής· ταξιδευ(τής) -τρα]