Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταξιαρχία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταξιαρχία η [taksiarxía] Ο25 : στρατιωτική μονάδα μικρότερη από τη μεραρχία και μεγαλύτερη από το σύνταγμα, που αποτελείται από μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση και διοικείται συνήθ. από ταξίαρχο: Tεθωρακισμένη ~. ~ υποστηρίξεως. Διοικητής / επιτελείο της ταξιαρχίας.

[λόγ. < αρχ. ταξιαρχία `το αξίωμα του ταξίαρχου΄ (δες λ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go