Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταξίμι το [taksími] Ο44 : εισαγωγικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής κατά το οποίο ο οργανοπαίκτης αυτοχεδιάζει επιδεικνύοντας τη δεξιοτεχνία του.
[τουρκ. taksim (από τα αραβ.) -ι]



