Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τανύζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανύζω [tanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λογοτ.) τεντώνω: ~ το τόξο. Tα πουλιά τάνυσαν τα φτερά τους. 2. (παθ., προφ.) σφίγγομαι για να ικανοποιήσω μια σωματική ανάγκη μου.

[αρχ. τανύ(ω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. τανυσ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go