Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταντέλα η [tantéla & tandéla] & νταντέλα η [dantéla & dandéla] Ο25 : (προφ.) δαντέλα. ΦΡ έγινα ~, εξαντλήθηκα από κούραση, αρρώστια κτλ.
[γαλλ. dentell(e) -α και με τροπή του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: π.χ. τομάτα - ντομάτα]



