Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταμπούρλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπούρλο το [tambúrlo] Ο39 : α. (οικ.) στρατιωτικό τύμπανο: Xτυπώ το ~. β. νταούλι.

[ιταλ. (βόρ. διάλ.) *tamburlo (πρβ. γενοβέζικο tamburlin) < αραβ. tanbūr (`ταμπουράς΄ με αλλ. της σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go