Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπουρέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπουρέ το [taburé] Ο (άκλ.) : σκαμνί συνήθ. στρογγυλό και με ρυθμιζόμενο ύψος: Tο ~ του πιάνου.

[λόγ. < γαλλ. tabouret]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες