Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταμπάκος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπάκος ο [tabákos] Ο18 & ταμπάκο το [tabáko] Ο39 : λεπτή σκόνη από τριμμένα φύλλα καπνού που τη ρουφούσαν από τη μύτη.

[-κο: ιταλ. tabacco < ισπαν. tabaco, από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής (διαφ. το μσν. ταμπάκος `τσακάλι, άγριος άνθρωπος΄ < ιταλ. tabacco < αραβ. dabah)· -κος: μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go