Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμίας ο [tamías] Ο3 θηλ. ταμίας [tamías] : 1. υπάλληλος που εργάζεται σε ταμείο: ~ σε τράπεζα / σε κατάστημα / σε θέατρο. || αυτός που είναι αρμόδιος για τις εισπράξεις και τις πληρωμές: ~ συλλόγου / σωματείου. 2. ανώτερος οικονομικός υπάλληλος στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη.

[λόγ.: 2: αρχ. ταμίας `θησαυροφύλακας΄· 1: σημδ. γαλλ. caissier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες