Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταμάμ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμάμ [tamám] επίρρ. : (οικ.) ακριβώς. α. στα μέτρα κάποιου: ~ του ήρθε το πανωφόρι που του χάρισες. β. στην κατάλληλη ώρα, πάνω στην ώρα: ~ έφτασε το γράμμα του.

[τουρκ. tamam (από τα αραβ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go