Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταλκ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταλκ το [tálk] Ο (άκλ.) : φαρμακευτική άσπρη σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως για την περιποίηση του δέρματος: Bάζουμε ~ στο μωρό για να μην ερεθίζεται το δέρμα του. Tο ~ απορροφά τους λεκέδες από λιπαρές ουσίες.

[λόγ. < γαλλ. talc < ισπαν. talque < αραβ. talq]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go