Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταλαίπωρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταλαίπωρος -η -ο [taléporos] Ε5 : που η ζωή του είναι γεμάτη ταλαιπωρίες και βάσανα, τα οποία τα προδίδει και η εμφάνισή του: Ένας ~ γέροντας πουλούσε λαχεία στη γωνία του δρόμου. || (ως ουσ.) ο ταλαίπωρος: Πολλές αναποδιές τυχαίνουν σ΄ αυτόν τον ταλαίπωρο.

[λόγ. < αρχ. ταλαίπωρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go