Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταλάντευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταλάντευση η [talándefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταλαντεύομαι: 1. H ~ της ζυγαριάς. 2. (μτφ.): Ύστερα από πολλές αμφιβολίες και ταλαντεύσεις κατέληξε σε σοβαρές αποφάσεις.

[λόγ. < μσν. ταλάντευσις < ταλαντευ- (ταλαντεύομαι) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go