Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τακτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τακτός -ή -ό [taktós] Ε1 : που είναι χρονικά καθορισμένος: Ο υπουργός δέχεται σε τακτές ημέρες και ώρες. Tα γραμμάτια πληρώνονται σε τακτά διαστήματα. Tα πιστοποιητικά πρέπει να υποβληθούν στην τακτή προθεσμία.

[λόγ. < αρχ. τακτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες