Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τακιμιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τακιμιάζω [takimázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) ταιριάζω με κπ., γίνομαι κολλητός φίλος με κπ.: Tακίμιασαν οι δυο τους.

[τακίμ(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go