Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τακίμι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τακίμι το [takími] Ο44 : (λαϊκ.) ταίρι, συνήθ. στην έκφραση γίναμε τακίμια, ταιριάσαμε, γίναμε κολλητοί φίλοι.

[τουρκ. takιm ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τακιμιάζω [takimázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) ταιριάζω με κπ., γίνομαι κολλητός φίλος με κπ.: Tακίμιασαν οι δυο τους.

[τακίμ(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go