Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταγκό το [taŋgó] Ο (άκλ.) : χορός, με αργό ρυθμό, που προέρχεται από την Aργεντινή και χορεύεται από ζευγάρια: Οι δύο νέοι λικνίζονταν στο ρυθμό του ~.
[λόγ. < γαλλ. tango < ισπαν. tango]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταγκός -ή -ό [taŋgós] Ε1 : (για λιπαρές ουσίες) που έχει αλλοιωθεί και έχει αποκτήσει δυσάρεστη γεύση και μυρωδιά· τσαγκός1: Tαγκό λάδι / βούτυρο.
[ελνστ. ταγγός (ορθογρ. απλοπ.)]



