Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταγέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταγέ [tajé] Ε (άκλ.) : (κυρ. για κρύσταλλα) που έχει έντονες διακοσμητικές χαράξεις στη μία επιφάνειά του: Ποτήρια ~, ταγιαρισμένα.

[λόγ. < γαλλ. taillé]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταγέρ το [tajér] Ο (άκλ.) : γυναικείο ρούχο που αποτελείται από μια ζακέτα, συνήθ. σε αντρικό στιλ, και μια φούστα από το ίδιο ύφασμα: Σπορ / αμπιγέ ~. Xειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο / καλοκαιρινό ~. ταγεράκι το YΠΟKΟΡ: Φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ~.

[λόγ. < γαλλ. tailleur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες