Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταΐζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταΐζω [taízo] -ομαι Ρ2.1 : I1α. δίνω τροφή σε κπ. που δεν μπορεί να τη φέρει στο στόμα του μόνος του: ~ το μωρό με το μπιμπερό / με το κουταλά κι. ~ τον άρρωστο / τον ανάπηρο / το γέρο. Είναι ταϊσμένο το παιδί. Tα πουλιά ταΐζουν τα μικρά τους. ΦΡ ~ κπ. χυλόπιτα*. β. (για ζώο) ρίχνω τρο φή: ~ τις κότες / το σκύλο / το καναρίνι / τα χρυσόψαρα. 2. (οικ.) α. είμαι υπεύθυνος για την προμήθεια και για την παρασκευή της τροφής κάποιου: Στην κατασκήνωση τα ταΐζουν καλά τα παιδιά. (έκφρ.) ~ και ποτίζω* κπ. τι σε ταΐζει η μάνα σου / ο πατέρας σου!, εκδήλωση θαυμασμού από έναν άντρα για μια όμορφη κοπέλα. β1. για κπ. που δίνει στην κατανάλω ση κακής ποιότητας τρόφιμα: Mας τάισαν χαλασμένες κονσέρβες. β2. (μτφ.) για χαμηλού επιπέδου ψυχαγωγία, ενημέρωση κτλ.: Tαΐζουν το λαό με τα υποπροϊόντα της κουλτούρας. γ. αναλαμβάνω τα έξοδα διατροφής και γενικά συντήρησης κάποιου άλλου· συντηρώ, τρέφωII1: Δουλεύει για να ταΐσει την οικογένειά του. Έχει να ταΐσει πέντε στόματα. II. (μτφ., οικ.) 1. δωροδοκώ: Tάισε πολλούς / πολλά στόματα για να πάρει τη δουλειά. 2. (λαϊκότρ.) παρέχω συνεχώς τα υλικά ή τα μέσα για να διατηρηθεί μια κατάσταση ή μια λειτουργία· τροφοδοτώ: ~ τη φωτιά / το μύλο / τη μηχανή.

[μσν. ταγίζω `δίνω τροφή σε άλογα΄ με αποβ. του μεσοφ. [j] < ταγ(ή) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες