Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τήξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τήξη η [tíksi] Ο31 : (φυσ.) η μεταβολή ενός σώματος από στερεό σε υγρό, υπό την επίδραση της θερμότητας. ANT πήξη: Σημείο τήξης ενός σώματος. H ~ του πάγου / των μετάλλων.

[λόγ. < αρχ. τῆξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go