Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τέντζερης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέντζερης ο [téndzeris] Ο12 (χωρίς πληθ.) & τεντζερές ο [tendzerés] Ο13 πληθ. και τεντζερέδια : (παρωχ.) κατσαρόλα συνήθ. χάλκινη: Bάζω τον τέντζερη στη φωτιά. || (επέκτ., πληθ.) όλα τα σκεύη της κουζίνας. ΠAΡ Kύλησε ο ~ και βρήκε το καπάκι, για δύο ανθρώπους με τις ίδιες συνήθ. αρνητικές ιδιότητες και συνήθειες οι οποίοι ταιριάζουν και γίνονται φίλοι ή παντρεύονται.

[τουρκ. tencer(e) μεταπλ. -ης· τουρκ. tencere ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go