Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τέμπλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέμπλο το [témblo] Ο39 : εικονοστάσιο αρκετά ψηλό που χωρίζει το Άγιο Bήμα από τον κυρίως ναό: Ξυλόγλυπτο / μαρμάρινο ~.

[μσν. τέμπλον < λατ. templ(um) `ναός΄ -ον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go