Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέμνων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέμνων -ουσα -ον [témnon] Ε12 : 1. (λόγ.) που τέμνει: Tον τραυμάτισαν με τέμνον όργανο. 2. (ως ουσ., μαθημ.) η τέμνουσα, ευθεία που τέμνει μια καμπύλη. || τριγωνομετρικός αριθμός αντίστροφος από τον αριθμό του συνημιτόνου.

[λόγ.: 1: αρχ. τέμνων μεε. του ρ. τέμνω· 2: σημδ. γαλλ. sécante]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες