Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τέλμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέλμα το [télma] Ο48 : 1. έκταση γης που καλύπτεται από στάσιμα νερά· έλος, βάλτος. 2. (μτφ.) πλήρης απουσία εξέλιξης και ανανέωσης· στασιμότητα: H οικονομία της χώρας βρίσκεται σε ~. Πνευματικό / ψυχικό ~.

[λόγ.: 1: αρχ. τέλμα· 2: σημδ. γαλλ. stagnant, stagnation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go