Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέθριππο το [téθripo] Ο40 : άρμα που το έσερναν τέσσερα άλογα: Στις αρματοδρομίες των κλασικών χρόνων χρησιμοποιούσαν τα τέθριππα.
[λόγ. < αρχ. τέθριππον]



