Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάρτα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάρτα η [tárta] Ο25 : γλύκισμα που έχει ως βάση ένα λεπτό στρώμα σφιχτής ζύμης, που το γεμίζουν με κρέμα και το γαρνίρουν με φρούτα, μαρμελάδα κτλ. ταρτάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. tarta < γαλλ. tarte]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταρτάν το [tartán] Ο (άκλ.) : συνθετικός τάπητας που χρησιμοποιείται σε αθλητικές εγκαταστάσεις στίβου.

[λόγ. < ισπαν. Tartan σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάρταρα τα [tártara] Ο40 : ο κάτω κόσμος, η κόλαση των αρχαίων Ελλήνων. || Στα ~ της γης, στα βάθη της γης.

[λόγ. < αρχ. τάρταρα, τά (πληθ. του Τάρταρος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταρταρούγα η [tartarúγa] Ο26 : όστρακο χελώνας με το οποίο κατασκευάζουν διάφορα αντικείμενα, όπως π.χ. σκελετούς γυαλιών, χτένες κτλ.

[αντδ. < ιταλ. tartaruga `χελώνα΄ < υστλατ. tartarucus `δαίμονας του Τάρταρου΄ < ελνστ. Ταρταροῦχος (επειδή η χελώνα θεωρούνταν σύμβο λο του κακού πνεύματος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες