Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάρανδος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάρανδος ο [táranδos] Ο19 : μεγαλόσωμο τετράποδο των βόρειων χωρών που συγγενεύει με το ελάφι: Στη Λαπωνία τα έλκηθρα τα σέρνουν τάρανδοι.

[λόγ. < αρχ. τάρανδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες