Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάπερ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάπερ το [táper] Ο (άκλ.) : είδος πλαστικού δοχείου σε διάφορα σχέδια και μεγέθη, που κλείνει αεροστεγώς και διατηρεί τα τρόφιμα φρέσκα για αρκετό διάστημα. || (επέκτ.) δοχείο από άλλο υλικό που κλείνει αεροστεγώς. ταπεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. Tupper(ware) σήμα κατατ. < όν. Aμερικανού επιχειρηματία Tupper]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες