Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τάνκερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάνκερ το [tánker] Ο (άκλ.) : πλοίο κατασκευασμένο ειδικά για τη μεταφορά υγρών και κυρίως πετρελαίου· δεξαμενόπλοιο, πετρελαιοφόρο.

[λόγ. < αγγλ. tanker]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go