Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τάνκερ το [tánker] Ο (άκλ.) : πλοίο κατασκευασμένο ειδικά για τη μεταφορά υγρών και κυρίως πετρελαίου· δεξαμενόπλοιο, πετρελαιοφόρο.
[λόγ. < αγγλ. tanker]