Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σώσιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσιμο 1 το [sósimo] Ο50 : η ενέργεια του σώζω. 1. διάσωση, σωτηρία. 2. (πληροφ., προφ.) αποθήκευση.

[σωσ- (σώζω) -ιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώσιμο 2 το : η ενέργεια του σώνω· τέλειωμα, εξάντληση.

[σωσ- (σώνω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες