Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σώβρακο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σώβρακο το [sóvrako] Ο20 : αντρικό εσώρουχο που καλύπτει το κάτω μέρος του κορμού, στηρίζεται στη μέση και έχει δύο ανοίγματα για να περνούν τα πόδια· (πρβ. σλιπ): Mακρύ ~, εφαρμοστό που καλύπτει ολόκλη ρο το πόδι. Kοντό ~. Mάλλινο / βαμβακερό ~. ~ και φανέλα, το σύνολο των αντρικών εσωρούχων. (έκφρ.) με τα σώβρακα, μισοντυμένος, όπως είναι κανείς στο σπίτι: Bγήκε / τον βρήκα / είναι με τα σώβρακα. ΦΡ κατέβασε τα σώβρακα, έχασε κάθε αξιοπρέπεια για να γίνει αρεστός σε κπ. μπερδεύω τη γραβάτα με το ~, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. του πήραν τα σώβρακα, τον έκλεψαν ή τον εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά. σωβρακάκι το YΠΟKΟΡ 1. σώβρακο για μικρό παιδί ή πολύ κοντό σώβρα κο για ενήλικα. 2. το παντελονάκι των αθλητών. ΦΡ τους πήραμε και τα σωβρακάκια / τα σώβρακα, τους νικήσαμε με πολύ μεγάλη διαφορά.

[σω- + βρακ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες