Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύρτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύρτης ο [sírtis] Ο10 : 1.μηχανισμός που κλείνει και ασφαλίζει εσωτερικά μια πόρτα ή κάποια άλλη σχετική κατασκευή και που αποτελείται από ένα μεταλλικό έλασμα που κινείται παλινδρομικά μέσα σε ανάλογη υποδοχή τοποθετημένη στο κούφωμα ή στο άλλο φύλλο της πόρτας· (πρβ. μάνταλο): Bάζω / βγάζω / τραβάω το σύρτη. Ο ~ μπαίνει στην πόρτα. 2. (τεχν.) ονομασία εξαρτήματος μηχανής, τορπίλης κτλ., που μοιάζει με σύρτη.

[ελνστ. σύρτης `σκοινί για τράβηγμα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go