Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύντμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύντμηση η [síndmisi] Ο33 : συντόμευση, περιορισμός της διάρκειας ή της έκτασης: ~ χρόνου. ~ μιας λέξης.

[λόγ. < ελνστ. σύντμη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go