Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνθημα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύνθημα το [sínθima] Ο49 : 1α.λέξη ή πολύ σύντομη έκφραση που την έχουν συμβατικά δεχτεί, ως μέσο συνεννόησης ή αναγνώρισης, πρόσωπα που συνήθ. ανήκουν σε μυστικές ή παράνομες οργανώσεις. || (στρατ.) η μία από τις δύο λέξεις (η άλλη είναι το παρασύνθημα), που χρησιμοποιούν στρατιώτες και αξιωματικοί για αναγνώριση, όταν πλησιάζουν σε φρουρούμενες θέσεις. β. οπτικό ή ηχητικό σήμα με το οποίο προστάζουμε ή παρακινούμε κπ. να κάνει κτ.: Ο αρχηγός έδωσε το ~ της εφόδου. Ο Γιώργος σηκώθηκε πρώτος και έδωσε το ~ της αναχώρησης και στους άλλους καλεσμένους. || ό,τι αποτελεί το έναυσμα για την εξέλιξη μιας κατάστασης: H απεργία των εργατών έδωσε το ~ της γενικής εξέγερσης όλων των κοινωνικών τάξεων. 2α. λόγος διατυπωμένος με συντομία, έμφα ση και παραστατικότητα, ώστε να προκαλεί την προσοχή του πολίτη σε πολιτικά, εμπορικά και λοιπά μηνύματα και να τον κινητοποιεί ανάλογα: Nέοι έγραψαν στους τοίχους συνθήματα κατά των κατακτητών. «Aγαπάτε τα δάση», είναι το ~ της φετινής χρονιάς. Οι ελληνικές βιομηχανίες έριξαν το ~, «τα ελληνικά προϊόντα υπερέχουν των ξένων». β. (μειωτ.) για πολιτικό σύνθημα που επαναλαμβάνεται μηχανικά, χωρίς τον ανάλογο προβληματισμό στην ουσία του ζητήματος: Ο πολιτικός λόγος στις μεγάλες συγκεντρώσεις στηρίζεται στα συνθήματα και όχι στην ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων.

[λόγ.: 1α: αρχ. σύνθημα· 1β: σημδ. γαλλ. signal ή ιταλ. segnale· 2α: σημδ. γαλλ. mot d΄ordre· 2β: σημδ. αγγλ. slogan]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθηματικός -ή -ό [sinθimatikós] Ε1 : που έχει σχηματιστεί ή που γίνεται με ένα σύστημα συμβάσεων: Συνθηματική γλώσσα, με στοιχεία από διάφορες γλώσσες, με νεόπλαστες λέξεις κτλ., που χρησιμοποιείται από μια κλειστή, συνήθ. συντεχνιακή ομάδα και που είναι ακατανόητη από τον πολύ κόσμο. Συνθηματική γραφή, στην οποία χρησιμοποιούνται διάφορα τεχνάσματα, π.χ. αλλαγή της σειράς των γραμμάτων του αλφαβήτου, χρήση αριθμών αντί για γράμματα κτλ. συνθηματικά ΕΠIΡΡ: Xτύπησα το κουδούνι τρεις φορές ~ για να μου ανοίξει. Mου είπε ~ ότι είναι καλά, εννοώντας ότι η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά.

[λόγ. < ελνστ. συνθηματικός `με προσυμφωνημένα σημάδια΄ σημδ. αγγλ. sign-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθηματολογία η [sinθimatolojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνθηματολογώ, κυρίως μειωτικά, για να δηλώσουμε την κενολογία και την έλλειψη επιχειρημάτων: H ~ δεν ενημερώνει αλλά φανατίζει τους πολίτες. Στον προεκλογικό αγώνα κυριαρχούν πάλι οι γνωστές συνθηματολογίες.

[λόγ. συνθηματ- (σύνθημα) -ο- + -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθηματολογικός -ή -ό [sinθimatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη συνθηματολογία. συνθηματολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συνθηματολογ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνθηματολογώ [sinθimatoloγó] Ρ10.9α : χρησιμοποιώ συνθήματα, μηνύματα που έχουν χάσει κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο στον πολιτικό κυρίως λόγο: Tα κόμματα αντί να συνθηματολογούν θα έπρεπε να παρουσιάζουν προγράμματα.

[λόγ. συνθηματ- (σύνθημα) -ο- + -λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες