Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύνεργο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύνεργο το [sínerγo] Ο41 (κυρ. πληθ.) : το σύνολο των εργαλείων που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης: Tα σύνεργα της ψαρικής / του τσαγκάρη / του υδραυλικού. || Tα σύνεργα του πολέμου, τα τεχνικά πολεμικά μέσα. || (επέκτ.) τα μέσα που χρησιμοποιεί κάποιος για την εκτέλεση ενός έργου: Tα βιβλία και τα τετράδια είναι τα σύνεργα του μαθητή.

[ελνστ. σύνεργον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεργός ο [sinerγós] Ο17 θηλ. συνεργός [sinerγós] Ο34 : 1.(νομ.) αυτός που συνεργάζεται με κπ. στην εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης: Ο αυτουργός και οι συνεργοί του εγκλήματος. 2. (μτφ.) συνεργάτης, βοηθός: H φύση είναι ~ του ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. συνεργός, ὁ, ἡ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go