Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύμφυση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμφυση η [símfisi] Ο33 : 1.(ανατ.) συνένωση δύο οστών ή δύο τμημάτων του ίδιου οστού, με συνοστέωση: Hβική ~. 2. (ιατρ.) παθολογική συγκόλληση υμένων του σώματος: Συμφύσεις στα έντερα.

[λόγ.: 1: αρχ. σύμφυ(σις) -ση· 2: γαλλ. symphyse < αρχ. σύμφυσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go