Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύμπνοια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύμπνοια η [símbnia] Ο27 : η απόλυτη ομοφωνία και ομοθυμία που συνδέει ένα σύνολο ατόμων: Συνεργάζονται με αγαστή ~. Tα οικογενειακά προβλήματα αντιμετωπίζονται με ~ και με συνεργασία.

[λόγ. < ελνστ. σύμπνοια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go