Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύγνεφο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύγνεφο το [síγnefo] Ο41 : (λαϊκότρ.) σύννεφο.

[μσν. *σύγνεφο (πρβ. μσν. σύγνοφο με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] ) < σύννεφο με ανομ. [nn > γn] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go