Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σόμπα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόμπα η [sómba] Ο25 : συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων· θερμάστρα: ~ για ξύλα. Hλεκτρική ~. ~ πετρελαίου. Tα μπουριά της σόμπας. σομπίτσα η YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. soba· σόμπ(α) -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go